- γραμμοσκιά
- (çizgiyle) tarama
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γραμμοσκιά — η σκιά σχεδιαγράμματος που αποτελείται από λεπτές γραμμές, παράλληλες ή διαφορετικής διευθύνσεως γραμμοσκιά σχηματίζεται σε γραμμικά σχέδια (με μολύβι ή πέννα) και σε εγχάρακτα σχέδια (ξυλογραφίας ή χαλκογραφίας) … Dictionary of Greek
γραμμοσκιά — η 1. χάραξη λεπτών γραμμών σ’ ένα σχεδιάγραμμα ώστε να μοιάζει με σκιά. 2. γραμμές σε τοπογραφικό χάρτη που παριστάνουν τις εδαφικές κλίσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek